παροκωχη

παροκωχη
    παροκωχή
    v. l. παροχή ἥ доставка, поставка
    

(νεῶν Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παροκωχη" в других словарях:

  • παροκωχῇ — παροκωχή supplying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροκωχή — supplying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροκωχή — ἡ, Α το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ οκωχή] …   Dictionary of Greek

  • παροκωχῆς — παροκωχή supplying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακωχή — ἡ, Α βλ. παροκωχή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»